- εκβολιον
- ἐκβόλιονἐκ-βόλιοντό (sc. φάρμακον) средство для вытравления плода Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐκβόλιον — drug neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολίοις — ἐκβόλιον drug neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολίων — ἐκβόλιον drug neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβόλια — ἐκβόλιον drug neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκβόλιο — το (Α ἐκβόλιον) φάρμακο ή άλλο μέσο εκτρώσεως αρχ. το φυτό δίκταμο … Dictionary of Greek